-
1 σπαδίζω
σπᾱδίζω, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπαδίζω
-
2 σπαδίζω
σπαδίζω, od. σπαδίσσω, abziehen, τὸ δέρμα σπαδίξας, Her. 5, 25.
См. также в других словарях:
σπαδίζω — Α αποσπώ, γδέρνω («σπαδίξας δὲ αὐτοῡ τὸ δέρμα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) + κατάλ. ίζω (βλ. και λ. σπάω)] … Dictionary of Greek